Οι αίθουσες αναμονής -από τα μαιευτήρια ως τ’ αεροδρόμια- είναι τα μικρά, επίγεια limbo μας. Στέκονται ανάμεσα στην παλιά και τη νέα ζωή, αυτό που ήμασταν και αυτό που θα είμαστε, την ανάμνηση και την προσδοκία. Και αν κάτι τις ξεχωρίζει, είναι πως ποτέ δεν μένουν άδειες. Όσο δυσθεώρητες και αν είναι, οι σκέψεις όσων βρίσκονται εκεί τις κατακλύζουν ως το ταβάνι.

Οι Κυριακές στο terminal του “Βασιλεύς Πύρρος” των Ιωαννίνων συνήθως είναι ράθυμες. Πόσο δε μάλλον, όταν αυτή η Κυριακή τυχαίνει να είναι της Αναστάσεως. Με μια ολόκληρη Ελλάδα να στέκεται πάνω από κάρβουνα, σούβλες, και πιατέλες γεμάτες κόκκινα αυγά, οι ελάχιστοι εργαζόμενοι στο αεροδρόμιο εκείνη τη μέρα σίγουρα θα προτιμούσαν ν’ ακούν τα γέλια και τα Χριστός Ανέστη στο γιορτινό τραπέζι, παρά τις ανακοινώσεις των αφίξεων ή των αναχωρήσεων.

Ένας απ’ αυτούς και ο Κ. Ας αναφερόμαστε σε αυτόν με το αρχικό του, για να μην τον εκθέσουμε. Ο Κ. ήταν μόνος και υπεύθυνος βάρδιας στο τσεκάρισμα επιβατών και αποσκευών εκείνη τη Λαμπρή. Βλέπεις, τον έφαγε το seniority, όντας ο νεότερος όλων των συναδέλφων του. Ήταν περασμένες 1μιση, πρώτη αναχώρηση στις 3, λήξη βάρδιας στις 4, μέχρι τις 5 και κάτι που θα έφτανε σπίτι, έπιανε τον εαυτό του να γυρνάει το βλέμμα του προς το ρολόι τόσο γρήγορα, που κάποιες φορές συναντούσε τον δείκτη των δευτερολέπτων δυο και τρεις φορές πριν αυτός κυλίσει στην επόμενη γραμμούλα.

Με την άκρη του ματιού του, κάπου ανάμεσα στην καθαρίστρια και την ταμπέλα Wet Floor, βλέπει να πλησιάζει ένα παλικαράκι. 20 και κάτι, με το σακ βουαγιάζ του, το σχεδόν ξυρισμένο κεφάλι του. Με το που φτάνει μπροστά του, καθώς άφηνε το σακίδιο στη ράμπα για τον έλεγχο, βλέπει και τον κοκκινισμένο σβέρκο του. “Φανταράκι το αγόρι μας” σκέφτεται. Που όπως πάει να περάσει από το Π του ελέγχου, σαν να κρατάει κάτι στο χέρι.

“- Ωπ, σειρά, πού το πας αυτό; Τι είναι;”
“- Να, κάτι να τσιμπήσω πριν πετάξω…”
“- Όπως είσαι, το πετάς εδώ στο πλάι.”
“- Μα…”
“- Δεν έχει μα… Έχει λουκουμά όμως! Τι είναι αυτό; LoukouMania βλέπω;”
“- Ναι. Με κρέμα Βαυαρίας.”

Ο Κ. στάθηκε για μια στιγμή. Ίσως και περισσότερες.

“- Λοιπόν, ώρα έχεις ακόμα. Κάτσε να τους φας εδώ στην άκρη, και περνάς μετά.”

Και έτσι έγινε. Στην πλέον διακριτική γωνιά του ελέγχου, ο πιτσιρικάς ξεκίνησε να τρώει. Έλα όμως που και τον Κ. τον έτρωγε να δοκιμάσει έστω έναν. Ένα λοξό βλέμμα λαχτάρας, δύο λοξά βλέμματα, ε, στο τρίτο, ακούστηκε επιτέλους το “Να κεράσω έναν;”.

Και κέρασε. Και ο ένας, έγινε δύο και τρεις. Και “η σειρά” έγινε “ο Δημήτρης”, που πετούσε για Αθήνα για να παρουσιαστεί Δευτέρα πρωί στο Κέντρο Διαβιβάσεων. Που άφηνε πίσω το Μαρινάκι του, που τρώγαν δυο-δυο τους λουκουμάδες από τη LoukouMania, και ήταν κάθε μέρα και νύχτα μεσ’ τα μέλια. Που κάθε φορά που εκείνη έτρωγε εκείνους τους αλμυρούς λουκουμάδες με το μέλι και το μαύρο σουσάμι, λάτρευε να την κάνει να γελάει, για να βλέπει εκείνα τα δύο σποράκια που κάθε φορά φώλιαζαν τόσο χαριτωμένα πάνω από τον αριστερό της κυνόδοντα. Που πλέον, κάθε μπουκιά τους του τη θυμίζει.

Και κάπως έτσι, ούτε κατάλαβαν πώς ακούστηκε το “τελευταία αναγγελία, πτήσης 761 για Αθήνα”. Το άδειο κυπελάκι στον κάδο, η τσάντα άρον-άρον στο ώμο, και ένα κούνημα του χεριού, αποχαιρετισμός στον επί της αναμονής συνδαιτημόνα -ο οποίος λίγα βήματα μετά, του φώναξε:

“ – Δημήτρη! Πού ‘σαι… Χαϊδάρι πας, Loukoumania έχει και εκεί. Να τρως και να τη θυμάσαι!”.

3 παρά πέντε. Ο Κ. είχε ξεχάσει για λίγο την κόντρα του με τους δείκτες του ρολογιού. Και καθώς περίμενε στο σκαμπό του, μόνος και πάλι αλλά σαφώς γλυκαμένος, υπενθύμιζε στον εαυτό του, φεύγοντας προς το σπίτι, να μην ξεχάσει να περάσει από LoukouMania. Γιατί καλό το αρνί και τ’ αυγά, αλλά 2-3 μερίδες λουκουμάδες για μετά, θα ήταν ό,τι έπρεπε…

Close Menu