Η ένταση της ανάμνησης δεν φθίνει ποτέ. Εκείνο το ηχηρό “χρατς” στην πρώτη δαγκωματιά της τραγανής κρούστας. Κι ύστερα το μακρόσυρτο “μμμ” που πάει μαζί με την υπέροχα μελωμένη ζύμη!
Αν η παιδική του ηλικία ήταν γλυκό θα ήταν αυτό! Οι Κυριακάτικοι λουκουμάδες της μαμάς, που έφτασαν μέσα στα χρόνια να μετουσιωθούν στην πιο λαχταριστή ανάμνηση. Αυτή που τον έκανε ορκισμένο λουκου…μαμάκια κι ανέδειξε εκείνη στην πιο ικανή από όλες τις λουκου…μαμάδες του κόσμου! Η ανάμνηση που στάζει πηχτή νοσταλγία όσα χρόνια κι αν περάσουν και μέσα της περικλείει αυτό το κάτι που μπορεί τελικά να είναι η γεύση της ευτυχίας. Της ανεμελιάς που βουτάει στο μέλι και σου θυμίζει πως η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην είναι γλυκιά.
Οι λουκουμάδες της μαμάς. Τα λουκουμάsterpieces όπως του άρεσε να τα αποκαλεί μεγαλώνοντας. Αυτά τα στρογγυλά, απόλυτα συμμετρικά αριστουργήματα. Η αγαπημένη λιχουδιά του κυριακάτικου πρωινού, αλλά και το προσφιλές φίλεμα, όποτε στο σπίτι έρχονταν καλεσμένοι. Και εκείνο που του έλειπε περισσότερο από όλες τις γεύσεις της πρότερής του ζωής, από τότε που έγινε εσωτερικός μετανάστης για να σπουδάσει. Και ξέμεινε στα …ξένα.
Βλέπεις, ο λουκουμάς, δεν είναι από τα εδέσματα που αγαπούν τα τάπερ. Γενικά δεν σηκώνει αναβολή. Μια που μαγειρεύεται και μια που τον γεύεσαι. Και μαγεύεσαι. Αλλιώς χάνει το χαρακτηριστικό “χρατς” η τραγανή κρούστα, χάνει η ζύμη την άφατη αφρατάδα της, να μην στα πολυλογώ, χάνεται η ουσία στη διαδρομή μέχρι το πιάτο. Λουκουμάς που δεν τρώγεται τη στιγμή που φτιάχνεται, άδικος κόπος.
Τέτοια σκεφτόταν εκείνη τη μέρα. Είχε φάει πίκρα στο γραφείο νωρίτερα, με μια παρουσίαση που δεν πήγε καλά και η αποτυχία τού είχε κάτσει κομματάκι βαριά. Ήθελε κάτι να γλυκαθεί, και στο δικό του σύμπαν, ο λουκουμάς ήταν η απόλυτα feel good γεύση. Σκέφτηκε το χαμόγελο της Έλλης, γλυκό κι αυτό σαν μέλι. Αλλά να που ούτε αυτήν μπορούσε να δει. Είχαν τσακωθεί τις προάλλες κι ο εγωισμός έκανε ακόμη τα τερτίπια του.
Και τότε το είδε. Μικρό, αλλά πολλά υποσχόμενο, το LoukouΜania έκανε θριαμβευτικά την εμφάνισή του στο οπτικό του πεδίο, σαρώνοντας κάθε δεύτερη σκέψη μοιραίας σύγκρισης με ΤΟΥΣ λουκουμάδες της μάνας του. Αν δεν δοκιμάσεις, δεν θα μάθεις, αποφάσισε, κι ένα δευτερόλεπτο μετά, ήταν μέσα και ζύγιαζε τις επιλογές του. “Λουκουμάμα μία”, σκέφτηκε, κοιτώντας τον κατάλογο. Τι να διαλέξει κανείς… Με μέλι, με σοκολάτα, με σως φράουλα, κρέμα λεμονιού, κρέμα Βαυαρίας, ουάου μέχρι και αλμυροί… Εδώ η απόλαυση παίζονταν σε πολλά ταμπλό. Για την πρώτη φορά, ωστόσο, αποφάσισε ότι για να είναι δίκαιη η αναμέτρηση με την ανάμνησή του, θα έπρεπε να επιλέξει τη γνωστή, δοκιμασμένη συνταγή. Λουκουμάδες με μέλι.
Λίγα λεπτά μετά, γεύονταν την πρώτη μπουκιά. Χρατς! Μμμ… Η αρχική καχυποψία παρέδιδε τα σκήπτρα στη βεβαιότητα ότι, ναι, τελικά υπήρχαν κι άλλοι σε αυτόν τον κόσμο που διεκδικούσαν τον τίτλο του λουκουμάστερ σεφ! Υπήρχε ελπίδα για τους λουκουμάδες κι έξω από την κουζίνα της μάνας. Και έπειτα ξαφνικά, ο λουκουμάς έκανε για μια ακόμη φορά το θαύμα του: όπως έλιωνε στο στόμα τρελαίνοντας τους γευστικούς του κάλυκες, αποδείκνυε πως για αυτό έχει αξία η ζωή. Γιατί είναι ταυτόχρονα και αφράτη και τραγανή. Αισθάνθηκε μεγάλη χαρά για την ανακάλυψη της μέρας, που σίγουρα θα γινόταν η πιο νόστιμή του συνήθεια στο εξής. Μετά βίας συγκρατήθηκε να μην περάσει σε δεύτερο γύρο ευθύς αμέσως. Αλλά μετά σκέφτηκε πως αυτήν την ανακάλυψη έπρεπε οπωσδήποτε να τη μοιραστεί. Όχι στο Instagram. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Η στιγμή ήταν όπως η ανάμνηση, ιδιωτική.
Λίγο μετά, έστελνε αγαπησιάρικες λέξεις γαρνιρισμένες με μπόλικες καρδούλες στη (μ)Έλλη. Και φυσικά, ήξερε ήδη πού θα την έφερνε για να είναι η συμφιλίωσή τους, όπως έπρεπε: γλυκιά σαν μέλι.