“Τα πάντα ρει”. Όλα περνούν, έρχονται και φεύγουν, συμβαίνουν και παύουν, αρχίζουν και τελειώνουν, αέναα. Τεράστιο κλισέ, μεγάλη αλήθεια.

5 χρόνια στην οδό Ηρακλείτου στο Χαλάνδρι. Μερικές από τις πιο ανέμελες αναμνήσεις αποτυπώθηκαν στα σκαλιά κάποιας πολυκατοικίας στην πλατεία, τρώγοντας λαχταριστούς λουκουμάδες από το Loukoumania και λερώνοντας με γέλια τα λευκά μπλουζάκια μας με σοκολάτα.

Και τι δεν ζήσαμε στο φοιτητικό σπιτάκι με την ξύλινη, εσωτερική σκάλα. Η μετακόμιση έμοιαζε στα μάτια μου σαν ένα απύθμενο πηγάδι, ένα μικρό Έβερεστ, ένα απέραντο Αιγαίο πέλαγος, κι ας βρισκόμασταν στο κατάκεντρο της πόλης. Το να ξεσκαρτάρω όλη την πραμάτεια που είχα μαζέψει από τις μικρές και μεγάλες στιγμές μου ως φοιτήτρια, ήταν μια επίπονη διαδικασία που απαιτούσε χρόνο, ψυχική δύναμη και κούτες. Πολλές κούτες. Έχω ξεκινήσει να σουτάρω ό,τι βρίσκω σε μια μαύρη XL σακούλα, κυρίως λόγω έλλειψης υπομονής, αλλά και επειδή γνωρίζω καλά μέσα μου ότι στα δυο κομοδίνα έχουν στοιβαχτεί άπειρα άχρηστα (βαριά λέξη), αχρησιμοποίητα, ξεχασμένα παλιά τηλεκοντρόλ, φορτιστές, φωτάκια νυχτός, πορτοφολάκια, κονκάρδες, βούρτσες, μπατονέτες (κι ας μη συνεχίσω).

Τελειώνοντας από την κρεβατοκάμαρα, προχωρώ στα ντουλάπια της κουζίνας, όχι για να ψαρέψω υλικό για πέταμα, αλλά για να πακετάρω προσεκτικά τα σερβίτσια που διάλεξα με πάθος και attitude φτασμένου designer. Η περιουσία μου. Πόσα διαφορετικά ποτήρια κρασιού και κοκτέιλ μπορεί να χωράει ένα κουζινάκι – ντουλάπα; Τα τοποθετώ με φροντίδα σε bubble wrap, σαν να είχα γεννηθεί για αυτή τη δουλειά. Αδειάζω κάθε συρτάρι, που (παραδόξως) έχει αρκετό βάθος. Ανεβαίνω σε ένα σκαμπό, για να φτάσω το τελευταίο ντουλάπι πάνω-πάνω. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι υπάρχει εκεί μέσα, καθώς λόγω ύψους και δυσκολίας, το έχω καταργήσει εδώ και χρόνια.

«Θεούλη μου, το “φοντάκι”!», αναφωνώ έκπληκτη. Ακουμπάω το μέτωπο μου στο από κάτω ντουλάπι, κλείνω τα μάτια και τα χέρια μου πέφτουν βαριά. Να το κατεβάσω, να μην το κατεβάσω. Το κατεβάζω. Μέσα μου εκτυλίσσεται σιωπηλά μια απίστευτη πάλη, καθώς το “φοντάκι” (Aka σκεύος για fondue) ήταν το “παιδί” μας με τον πρώην μου τον Ορφέα. Το είχαμε αγοράσει όλο χαρά για να γιορτάζουμε με ένα φοντύ σοκολάτας τις μικρές μας νίκες. Σοκολατο-lovers κυριολεκτικά και μεταφορικά από την πρώτη μπουκιά.

Όταν ο Ορφέας έφυγε από το σπίτι (εκδιώχθηκε, για να είμαστε ειλικρινείς, κακήν κακώς) λόγω της λεγόμενης ασυμφωνίας των χαρακτήρων μας, μετά από 10 μήνες απολαυστικής choco-σχέσης, το “φοντάκι” κλείστηκε για πάντα στο πάνω ντουλάπι.

Καθώς, (βεβαίως), αυτή είναι η μετακόμιση η σωστή, η τίμια, η κινηματογραφική! Ήξερα πως κάτι τέτοιο θα συμβεί. Αφήνω το “φοντάκι” ανάμεσα στη μαύρη σακούλα και την τελευταία κούτα. Κάτι μέσα μου με πείθει να το καταδικάσω στην αιώνια λήθη. Το στοιβάζω στη σακούλα, ρίχνω μια τελευταία ματιά στο σπίτι, κλειδώνω και φεύγω. Όλα με μια ανάσα.

Στο δρόμο για το νέο μου σπίτι, σταματώ με αλάρμ στο Loukoumania. Παραγγέλνω λουκουμάδες (οικογενειακό μέγεθος, το χρειάζομαι) και βάζω φωτεινή, λεκτική υποσημείωση στην κοπέλα που με εξυπηρετεί: “Με μπόλικη σοκολάτα, ΝΑ ΡΕΕΙ!”.

Γιατί μπορεί μόλις να έφυγα από την Ηρακλείτου και να άφησα πίσω μου την άκρως φιλοσοφημένη φοιτητική μου ζωή, αλλά κάτι ακόμη με ακολουθεί. “Τα πάντα ρει”. Και αυτό είναι, ίσως, το μόνο σίγουρο. Έχοντας αποφασίσει το “go with the flow” να γίνει το νέο μότο μου, από σήμερα όλα αλλάζουν και μαζί τους κι εγώ. Κι είναι ωραία. Αρκεί που συνεχίζουν να έχουν αυτή τη γλύκα της σοκολάτας.

Αρκεί που υπάρχει ακόμη η σοκολάτα. Και η ρευστή της προσωπικότητα.
(Και το Loukoumania, ευτυχώς.)

Close Menu