Η επιστροφή είχε για εκείνον μια γλυκιά μελαγχολία, όπως τότε που ήταν παιδί. Μελαγχολία γιατί γυρνούσαν πίσω. Γλυκιά, γιατί τους περίμενε πάντα ένα γλυκό τελείωμα. Ενώ διασχίζει τη γέφυρα που ενώνει τη Λευκάδα με την ηπειρωτική χώρα, τη στεριά, θυμάται εκείνα τα ταξίδια με τους γονείς, στο πίσω κάθισμα.
Μοναδική και μόνιμη παρέα του, αλλά και ο καλύτερος φανταστικός του φίλος, ήταν εκείνος ο τύπος στο αυτοκολλητάκι της Interamerican κολλημένο στο πίσω παράθυρο. Μαζί εξερευνούσαν οτιδήποτε περνούσε γρήγορα από μπροστά τους. Θυμάται τον εαυτό του να αναφωνεί «κοίτα, κοίτα!» όταν περνούσαν μπροστά από μπεκ, που στο παιδικό μυαλό του μετέφραζε ως «πισίνες». Ξεκινούσαν πάντα νωρίς για ένα πρωινό μπάνιο και μετά το μεσημεριανό, που συνήθως ήταν μαργαρίτες σαντουιτσάκια παραγεμισμένα με φέτα και ντομάτα, του ανακοίνωναν πως ηταν η ώρα για πίσω. Το κλάμα του ησύχαζε μόνο με μια υπόσχεση: «Όταν γυρίσουμε θα σου φτιάξω λουκουμάδες». Μια συνήθεια, που δε θυμάται πια από πότε πρωτοξεκίνησε αλλά έκανε τις καλοκαιρινές διακοπές συνώνυμο της αλμύρας και της γλύκας. Από τη θάλασσα και τα δάκρυα και από το μπόλικο μέλι με το οποίο γράφονταν ο επίλογος των διακοπών.
Είκοσι χρόνια μετά, κοιτάζει στο πίσω κάθισμα. Ο γιος του, με το καπελάκι γεμάτο αλάτι, τα μπρατσάκια ακόμα δίπλα του, έχει σταυρώσει τα χέρια με πείσμα. «Είπες ότι θα καθόμασταν κι άλλο». Τα δάκρυά του κυλάνε ασυγκράτητα στα μάγουλα και τα πόδια του ανεβοκατεβαίνουν με ανυπομονησία. « Μόλις φτάσουμε θα πάμε για λουκουμάδες», πιάνει τον εαυτό του να λέει και χαμογελάει από μέσα του. Ο μικρός σκουπίζει με την ανάστροφη τα δάκρυα και ξεκινάει να ρωτάει επίμονα «μπαμπά φτάνουμε;»
Έφτασαν στα Ιωάννινα μετά από μια όμορφη διαδρομή γεμάτη προσμονή για τους λουκουμάδες. Ο μικρός μπήκε στο Loukoumania με φόρα και άρχισε να κοιτάζει με λαχτάρα τα toppings. Είχαν ήδη συζητήσει στο αμάξι τι θα έπαιρνε, αλλά τώρα οι επιλογές φάνταζαν αμέτρητες μπροστά του. «Μια μερίδα αλμυρούς με Philadelphia, μέλι και καρύδια και μια μερίδα γεμιστούς με σοκολάτα, Bueno και Caprice». Ο μικρός παραξενεύτηκε:
«Μπαμπά και αλμυρούς και γλυκούς θα φάμε;»
«Έτσι δεν είναι και το καλοκαίρι μας;», του απάντησε και η ταμίας χαμογέλασε πλατιά. Μάλιστα πήρε και μια όμορφη πρωτοβουλία και έβαλε στον μικρό και μια μερίδα βαφλάκια με παγωτό βανίλια και σιρόπι σοκολάτας και είπε:
«Το καλοκαίρι είναι όσο γλυκό το κάνεις εσύ! Αυτό είναι από εμένα!»
Βγήκαν από το κατάστημα γεμάτοι λαχτάρα. Είχαν όμως συνεννοηθεί να τους φάνε στο σπίτι. Άφησαν τα πράγματα στο αμάξι, έτρεξαν πάνω και βγήκαν κατευθείαν στο μπαλκόνι. Ο ήλιος έδυε μπροστά τους σαν ένας μεγάλος μελωμένος λουκουμάς που κατέβαινε στον ορίζοντα όπως ακριβώς οι λουκουμάδες κατέβαιναν τώρα στο στομάχι τους. Γεμάτοι ικανοποίηση και σοκολάτες στα χείλη, κανόνιζαν ήδη την επόμενη απόδρασή τους.