Το Παγκράτι -”Παγκρατάκι” για τους δικούς του ανθρώπους- έχει τόση αυθεντική Αθήνα μέσα του, που υπάρχουν στιγμές που εκπλήσσει ακόμα και τους βέρους Παγκρατιώτες. Οι οποίοι παραδοσιακά, βρίσκονται σε ένα άτυπο feud με μας, τους Κυψελιώτες. Καλά, μη φανταστείς καμιά τρελή κόντρα, ίσα ίσα ν’ ασχολούμαστε. Εμένα ας πούμε, όλοι οι κολλητοί μου από Παγκράτι είναι. Ποτά, φαγητά, έξοδοι, γλυκά, όλα εκεί. Και λουκουμάδες, μεγάλη μου λατρεία και all-time favourite λιχουδιά.

Πέμπτη απογευματάκι λοιπόν, πριν πάω να βρω τα παιδιά στο σπίτι του Φαίδωνα -μια καταπληκτική μονοκατοικία πίσω από το Άλσος Παγκρατίου- κάνω στάση στην τοπική LoukouMania στη Φρύνης. Όπως στέκομαι μπροστά στον πάγκο, έτοιμος και παράλληλα ανέτοιμος να παραγγείλω -τι να πρωτοδιαλέξεις;- ακούω μια γυναικεία φωνή να ρωτάει:

“- Να βάλουμε και μέλι;”

Παβλοφικά σχεδόν, απάντησα συνεχίζοντας να κοιτάω το μενού:

“- Φυσικά και με μέλι!”.

Την αμέσως επόμενη στιγμή, απορώντας ακόμα και εγώ ο ίδιος με τον εαυτό μου και την αντίδρασή μου, γυρνάω διακριτικά προς την πλευρά που ακούστηκε η φωνή. Με υποδέχθηκαν δυο απορημένα βλέμματα: της πωλήτριας (από την οποία ακούστηκε το “- Να βάλουμε και μέλι;”) και της -ελάχιστα μικρότερης από εμένα, απείρως ομορφότερη από την πάρτη μου- πελάτισσας.

“- Ώπα, σόρι, νόμιζα πως… να, απορροφημένος, έβλεπα τον κατάλογο… οκ, κάνε ό,τι θες, συγγνώμη και πάλι!”
Ή τα είπα πολύ πειστικά, ή πολύ χαριτωμένα. Το βέβαιο ήταν πως χαμογέλασε, και συνεχίζοντας να με κοιτάει είπε ένα “- Φυσικά και με μέλι!”.

Για να μην μείνεις με την απορία, και εγώ με κανέλλα και μέλι πήρα. Και όπως περιμέναμε τις παραγγελίες μας, είπαμε να συστηθούμε κιόλας. Η Νεφέλη λοιπόν, μόλις είχε τελειώσει διάβασμα, και είπε να κατεβεί να τσιμπήσει κάτι.

“- Κοίτα να δεις σύμπτωση, και εγώ το ίδιο!” έλεγα γράφοντας παράλληλα στο Messenger “Ψηλέ θ’ αργήσω λίγο, ίσως και πολύ”.

Και όπως έρχονται τα δισκάκια μας, και όπως προχωράμε προς την έξοδο, σαν να κοντοστεκόμαστε και οι δύο ταυτόχρονα. Τύπου “σαν να έχουμε να πούμε και άλλα”.

“- Από δω πας;” με ρώτησε, δείχνοντας με το πηρουνάκι της προς τ’ αριστερά.

“- Ναι, από δω.” λες και υπήρχε περίπτωση να πάω “από κει”.

Και ξεκινήσαμε. Και τα βήματα έγιναν τετράγωνα, και βόλτα μπροστά από το φωτισμένο Μουσείο Γουλανδρή, και στροφή προς το Ζάππειο. Οι λουκουμάδες είχαν τελειώσει εδώ και ώρα, η γλύκα όμως είχε μείνει. Δίπλα μου. Και μου μιλούσε γι’ αυτή τη γωνιά της Αθήνας, ξεναγώντας με με τον τρόπο της μέσα από τις ιστορίες της. Από τις κυριακάτικες βόλτες ως πιτσιρίκα μαζί με τους δικούς της στον Εθνικό Κήπο -τον οποίο ο παππούς της ακόμα θυμόταν και ανέφερε ως “Βασιλικό Κήπο”- μέχρι τις πρόβες για τις μαθητικές παρελάσεις στο Καλλιμάρμαρο.

Λίγο τα φώτα, λίγο η ψυχρούλα που είχε βγάλει, την έκαναν να δει την ώρα.

“- Κοίτα να δεις! 9 και πήγε! Τι λες, γυρνάμε σιγά σιγά;”
“- Όπως θες. Σε πάω μέχρι το σπίτι σου, και μετά την κάνω και εγώ…”
“- ΟΚ. Εκεί κοντά δεν μένεις και συ;”
“- Ε όχι, εγώ μένω Κυ…”

Για μισό λεπτό. Μήπως ήταν από τις Παγκρατιώτισσες που βγάζουν εξανθήματα με τους Κυψελιώτες;

“- Ε όχι, εγώ μένω Κυ… που βρεθήκαμε, ε, λίγο πιο πάνω.”

Λίγο μετά, και αφού ακολούθησε η απαραίτητη ανταλλαγή τηλεφώνων/Facebook/Instagram και λοιπών μέσων επαφής και δικτύωσης, πήρα τον δρόμο της επιστροφής.Και τη δεύτερη φορά, εκεί μπροστά είπαμε να βρεθούμε, στη LoukouMania της Φρύνης. Και την τρίτη, και την τέταρτη, και την πέμπτη.

Κάθε μέρα, δοκιμάζαμε και άλλη γεύση. Κάθε γεύση, είχε την ίδια γλύκα.

Εκτός από τις αλμυρές. Που όμως ήταν και αυτές καταπληκτικές. Ως το βράδυ, που τόλμησα και το ξεστόμισα:
“Νεφέλη, να, ξέρεις, είμαι από Κυψέλη… Σε πειράζει;”.

Έμεινε σοβαρή για 3 δευτερόλεπτα, χαμογέλασε, με φίλησε, και μου είπε:

“Φυσικά και δεν με μέλλει!”.

Close Menu