Λένε, πως στην Άγρια Δύση, υπήρχε ένας νόμος που ήταν παρών ακόμα και όταν ο εκπρόσωπος του νόμου με το αστέρι στο πέτο του ήταν απών: “Αν συναντηθούν τα βλέμματα, τότε η μονομαχία είναι αναπόφευκτη”. Μπορεί το Φαρ Ουέστ πλέον να εξαντλείται σε σειρές εποχής ή κιτς θεματικά πάρκα. Στη δική μας Δύση όμως, στην καρδιά των Ιωαννίνων, μια μονομαχία έμελλε να ξυπνήσει μνήμες περιτριγυρισμένες από θυσάνους και σκονισμένες από τη γη του Κολοράντο. Ή στην περίπτωσή μας, με μια πατίνα από την υγρασία της λίμνης…
Εκείνο το απόγευμα Τρίτης στην Αβέρωφ, έμοιαζε καταδικασμένο να περάσει στην ιστορία… ή μάλλον, να μην περάσει καν στην ιστορία. Τόσο αδιάφορο έμοιαζε, ως τις 18:41. Τώρα θα μου πεις, θυμάσαι την ώρα με ακρίβεια λεπτού; Θα σου απαντήσω ναι, γιατί έχω κρατημένη ακόμα την απόδειξή μου από εκείνη την μέρα. Εσύ ας πούμε, θα πήγαινες για Πρωτοχρονιά αλλαγής millennium στη Νέα Υόρκη και θα πετούσες το εισιτήριο; Όχι φυσικά, ακόμα και τη χαρτοπετσέτα από το γεύμα του αεροπλάνου θα είχες. Έτσι και εγώ, ιστορικά memoirs είναι αυτά. Μόλις λοιπόν είχα βγει από τη LoukouMania, με το πακετάκι μου: Δυο μερίδες γλυκούς λουκουμάδες -η μία με μαύρη σοκολάτα, η άλλη με καραμέλα- και άλλες δύο αλμυρούς για τη λιγούρα -με φέτα, μέλι και σουσάμι αμφότεροι. Α, είχα πάρει και μια μερίδα με παγωτό -για το χέρι, να τη φάω στον δρόμο, κρίμα είναι να λιώσει το παγωτό μέχρι να φτάσω σπίτι… Δεν έχω κάνει 5 βήματα, και ξαφνικά, τους βλέπω:
Στη μια άκρη, εκείνος. Μποτάκι φθαρμένο -περπατημένο αγόρι φαινόταν- ένα τζιν που ξεκάθαρα είχε περάσει από μπαρ που ούτε καν το όνομά τους δεν θα μπορούσα να φανταστώ, κίτρινο μπουφανάκι, κόκκινη μάσκα ελαφρώς κατεβασμένη, και έναν λευκό σκούφο. ΟΚ, ατυχής ο χρωματικός συνδυασμός, αλλά οικείος. Το μέσα μου έλεγε “Βρε ποιον μου θυμίζει αυτό το ανσάμπλ, βρε ποιον μου θυμίζει…” έλα όμως που το βλέμμα του έστειλε το δικό μου στην άλλη άκρη του πεζοδρομίου: Εκεί στεκόταν ο Τέλης. Γνωστή γαστρονομική φιγούρα του κέντρου της πόλης, ευδιάκριτος -2 μέτρα παλικάρι- και πάντα ορεξάτος -και για φαγητό, και για γευστικά duels.
Μου πήρε nanoseconds να καταλάβω πως και οι δυο τους δεν είχαν σταματήσει επειδή περίμεναν το φανάρι. Ο καθένας είχε στο δεξί του χέρι από ένα εφτάσφαιρο. Για την ακρίβεια, ένα εφτασφαιρικό louksilaki με μέλι και κανέλα. Το κλασικό, το ορθόδοξο. Υποθέτω πως λίγο πριν από εμένα ήταν προφανώς μέσα στη Loukoumania. Δίπλα δίπλα στο ταμείο, ίδια παραγγελία, ένα τυχαία άτυχο τετ α τετ, ε, και η συνέχεια αναμενόμενη: “Αν συναντηθούν τα βλέμματα…”
Μια ολόκληρη πόλη έμοιαζε να κρατά την ανάσα της περιμένοντας την πρώτη κίνηση. Ακόμα και ο Σταμάτης και ο Γρηγόρης στη διάβαση βγήκαν ταυτόχρονα και αδημονούσαν -και εγώ από δίπλα τους, κάτω από το φανάρι, βγαίνοντας από τη μέση του σκηνικού. Ο αέρας μύριζε αναμονή, φρεσκοψημμένο λουκουμά και ευωδιαστό μέλι. Έμενε να γίνει η πρώτη κίνηση, που δεν άργησε πολύ: το θρόισμα μιας πεταμένης μάσκας μιας χρήσης στην άσφαλτο, το στρίψιμο του βλέμματος του Τέλη για κλάσμα δευτερολέπτου προς την κατεύθυνσή της, και το louksilaki του άγνωστου μονομάχου ήταν ήδη καθ’ οδόν για το στόμα του. Μετανιωμένος για το πώς την πάτησε έτσι, αλλά χωρίς χρόνο για να τα βάλει με τον εαυτό του, ο Τέλης ξεκίνησε και αυτός. Και μπορεί το ρολόι να μην έγραφε ούτε καν 18:43, μπορεί να είχαν περάσει μόλις κάτι δευτερόλεπτα, ήταν όμως ήδη πολύ αργά…
Με το στόμα γεμάτο με 4 λουκουμάδες αλλά ορθάνοιχτο από την έκπληξη, ο Τέλης έμεινε να κοιτάζει τον άγνωστο. Ήρεμο, γαλήνιο, με το στόμα άδειο, να φυσάει τον καπνό από το κενό καλαμάκι του, να τον πετάει στον κοντινό κάδο, και να γυρνάει κινούμενος προς το ηλιοβασίλεμα και τη λευκή του Βέσπα που είχε αφήσει λίγο πιο πέρα. Και εμένα, να συνεχίζω ν’ αναρωτιέμαι:
“Βρε ποιον μου θυμίζει, βρε ποιον μου θυμίζει…”