Έφυγε από το νησί στα 18, ακριβώς μια μέρα μετά τα γενέθλια ενηλικίωσης. Δεν άντεχε λεπτό παραπάνω! Ήθελε να δει, να ακούσει, να μάθει, να αφουγκραστεί τη ζωή στην πόλη, όσο τίποτα στον κόσμο. Η γιαγιά Μαίρη της έφτιαξε το αγαπημένο της φαγητό πριν την πολυπόθητη αναχώρηση. Δεν το έφαγε με όρεξη. Tο στομάχι της είχε δεθεί κόμπος από την ανυπομονησία της. Η γιαγιά δεν απόρησε, την ξέρει καλά. “Επ που πας; Κάτσε. Θαρρείς θα φύγεις χωρίς επιδόρπιο;”.

Αυτό το τσιτσίρισμα δεν το μπερδεύεις με κανένα. Η τρυπητή κουτάλα στα χέρια της, το καλύτερο αξεσουάρ. Τους βυθίζει και τους γυρίζει αριστοτεχνικά. Ξέρει ακριβώς πότε έχουν ροδίσει, θα μπορούσε να το κάνει και με κλειστά μάτια. Το πιάτο, ακριβώς δίπλα, στρωμένο με μπόλικο χαρτί κουζίνας. Τους αφήνει να ξεκουραστούν, να ξεφορτωθούν “τα πολλά πολλά” και έπειτα τους στολίζει. “Τόσο μέλι βρε γιαγιά; Ώπα, ώπα.”. Παραπονιέται, αλλά τους καταβροχθίζει με κλειστά μάτια και μειδίαμα Τζοκόντα. Όπως πάντα.

Οι λουκουμάδες, προκειμένου να αποκτήσουν το τέλειο σχήμα, χρειάζεται πρώτα να “κολυμπήσουν” σε άφθονο λάδι. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο κι εκείνη είχε αποφασίσει να πάρει τη νέα “μορφή” της, κολυμπώντας στην απέραντη πόλη.

Έτσι κι έγινε. Σήμερα, ακριβώς 10 χρόνια μετά, ζει σε ένα παλιομοδίτικο σπίτι στου Ψυρρή, νέα, ωραία, εργατική κι ανεξάρτητη. Όσο παλιό το σπίτι, τόσο φρέσκια εκείνη. Η Αθήνα θέλει χρόνο για να την ανακαλύψεις, όμως εκείνη έχει καταφέρει ως τώρα να την ξεψαχνίσει για τα καλά. Τι καφέδες, τι ποτά, τι βόλτες στο κέντρο και εκτός, τι θάλασσες, πόσα μουσεία και πόσα γλυκά να δοκιμάσει κανείς! ΌΛΑ!

Τελευταία, βγαίνει όλο στα ίδια. Έχει κάνει τα στέκια της. Σήμερα, όμως, στο δρόμο από τη δουλειά για το σπίτι, θα ανακαλύψει κάτι καινούργιο. Τόσο καινούργιο, και ταυτόχρονα τόσο οικείο, που κανείς θα ορκιζόταν πως η ίδια θα βρεθεί μπροστά σε ένα τρελό Déjà vu!

Μια μεγάλη παλιά ταμπέλα γράφει “ΑΥΛΗ”. Η ευτυχία βρίσκεται στο τέλος του διαδρόμου. Λίγα τραπέζια. Ψηλά, μια σκάλα που οδηγεί στις κλειστές πόρτες ενός πρώην κατοικημένου σπιτιού. Άνθρωποι συζητούν δυνατά, ανάμεσα σε δύο ποτήρια ούζο και τον ήχο ενός παλιού ραδιοφώνου που λίγο παραφωνίζει. Μια Δευτέρα στην Αθήνα, αλλιώτικη. “Αχ βρε Αθήνα. Ακόμη μπορείς και με εκπλήσσεις!”, αναφωνεί από μέσα της. Κάθεται, ανοίγει τον χάρτινο, ψιλοφθαρμένο κατάλογο και διαβάζει τη μαγική λέξη. ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ. Τους μυρίζει μόνο με τη σκέψη. “Άραγε πώς να τους σερβίρουν;”, σκέφτεται. Καμία παραπανίσια λέξη δεν τους συνοδεύει. Η απλότητα την πείθει. Τους παραγγέλνει και σε λιγότερο από 5 λεπτά φτάνουν στο τραπέζι.

Λουκουμάδες με μέλι.

Αφράτοι και φουσκωτοί, ροδαλοί και μοσχομυρωδάτοι, οι γλυκύτεροι ανάμεσα στους πιο γλυκούς. Η πρώτη μπουκιά φέρνει στο νου γιαγιά Μαίρη. Τίποτα άλλο. Γιαγιά Μαίρη. Κλείνει τα μάτια και την ονειρεύεται μέσα στην κουζίνα της με την τρυπητή κουτάλα στο χέρι. “Α, ρε Μαίρη. Πάντα ήξερες τι κρύβει την αληθινή γεύση.”

Όσα χρόνια κι αν περάσουν (κι όσα toppings και να προστεθούν) κάποια πράγματα μένουν για πάντα κλασικά κι αγαπημένα. Γλυκά και τραγανά. Όπως τα όνειρα.

Και οι λουκουμάδες με μέλι!

Το πρώτο ρεπό της εβδομάδας την βρίσκει στο Παγκράτι, μετά από καφέ ωρών και ατελείωτο λιώσιμο. Περνά μπροστά από το Loukoumania και κοντοστέκεται. Οι δεύτερες σκέψεις περιττεύουν, η παραγγελία ίδια με άλλοτε, ίδια με πάντα.

“Λουκουμάδες με μέλι, θα μου βάλετε! Το οικογενειακό, παρακαλώ! Ευχαριστώ!”. Περπατά για το σπίτι, χαμογελώντας και τρώγοντας με όρεξη. Όταν η πιο γλυκιά ανάμνηση, καταφέρνει και γίνεται στ’ αλήθεια…η πιο γλυκιά.

Close Menu